-
1 ομηρεια
ἥ1) поручительство, ручательство, залог(ὑπολιπεῖν τι εἰς ὁμηρείαν Thuc.)
ὁμηρειῶν ἐκδόσεις εἰς ἀλλήλους Plat. — обмен взаимными ручательствами2) заложничество(δοῦναί τινα εἰς ὁμηρείαν Polyb.)
1 ομηρεια
(ὑπολιπεῖν τι εἰς ὁμηρείαν Thuc.)
(δοῦναί τινα εἰς ὁμηρείαν Polyb.)